σχοινοφόρος

σχοινοφόρος
-ον, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει σχοίνους ή αντικείμενα φτειαγμένα από σχοινιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῑνος + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχοινοφόρος — carrying rushes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινοφόρον — σχοινοφόρος carrying rushes masc/fem acc sg σχοινοφόρος carrying rushes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινοφόρου — σχοινοφόρος carrying rushes masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ԿՆԻՒՆԱԲԵՐ — ( ) NBH 1 1104 Chronological Sequence: 5c ա. σχοινοφόρος juncifer. Ճախին վայր որ բերէ զկնիւն. ... *Լինի ցորենաբեր փոխանակ կնիւնաբերին. Ածաբ. մկրտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”